κοχλίδι(ον)

κοχλίδι(ον)
τό
1) винтик; 2) см. κοχλάδι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοχλίδι(ον)" в других словарях:

  • κοχλίδι — το (Α κοχλίδιον) βλ. κοχλάδι …   Dictionary of Greek

  • κοχλίδι — κοχλίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλιδάκι — το μικρό σαλιγκάρι, κοχλίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίδι + υποκορ. κατάλ. άκι] …   Dictionary of Greek

  • κοχλάδι — και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον) μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλος νεοελλ. βότσαλο, κροκάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. άδι(ον), πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι] …   Dictionary of Greek

  • βότσαλο — το μικρή στρογγυλεμένη από το νερό πέτρα, που βρίσκουμε σε παραλίες ή στις όχθες των ποταμών, χαλίκι, κοχλίδι: Η παραλία αυτή είναι γεμάτη πανέμορφα βότσαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»